- παρείσοδος
- ἡ, Α1. είσοδος ηθοποιού2. σημείο εισόδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + εἴσοδος (πρβλ. επ-είσοδος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρείσοδος — enlrance fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρείσοδον — παρείσοδος enlrance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek